επινοσσοποιούμαι

επινοσσοποιούμαι
ἐπινοσσοποιοῡμαι, -έομαι (Α)
κατασκευάζω τη φωλιά μου πάνω σε κάτι («γῡπες ὄρεσιν οὐκ ἐπινοσσοποιήσονται», Δημόκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”